- μαυροφορώ
- (ε) (αόρ. (ε)μαυροφόρεσα, παθ. αόρ. μαύροφορέθηκα) 1. μετ.1) одевать в чёрное, в траур; 2) приносить горе; 2. αμετ. быть одетым в чёрное; носить траур
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαυροφορώ — [μαυροφόρος] 1. φορώ μαύρα ρούχα, πενθώ («μαύρα θα βάλω να φορώ να με θωρούν να λέσι κρίμα στ αγγελικό κορμί και να μαυροφορέσει», δημ. τραγούδι) 2. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαυροφορεμένος, η, ο(ν) αυτός που φορά μαύρα ρούχα, αυτός που πενθεί … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
μελανειμονώ — (ΑM μελανειμονῶ, έω) [μελανείμων] φορώ μαύρα ενδύματα, μαυροφορώ («τοὺς μὲν ἄνδρας μελανειμονεῑν καὶ μακροκομεῑν, τὰς δὲ γυναῑκας λευχειμονεῑν», Στράβ.) … Dictionary of Greek
μελανοφορώ — μελανοφορῶ, έω (ΑM, Μ και μελανηφορῶ και μελαμφορῶ) [μελανοφόρος] φορώ μαύρα, πένθιμα ενδύματα, μαυροφορώ μσν. ντύνω κάποιον ή κάτι με μαύρα ενδύματα, διακοσμώ πένθιμα … Dictionary of Greek
πενθηφορώ — και πενθοφορώ, έω 1. φορώ πένθιμα ρούχα, μαυροφορώ 2. φέρω τα εξωτερικά σημάδια τού πένθους, δηλ. μαύρη ταινία στον βραχίονα ή στο καπέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + φορώ (< φόρος < φέρω) κατά τα λαμπαδη φορώ, δαφνηφορώ, στεφανη φορώ. Το ρ.… … Dictionary of Greek
συμμελανειμονώ — έω, Μ φορώ κι εγώ μαύρα σε ένδειξη πένθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μελανειμονῶ «φορώ μαύρα ενδύματα, μαυροφορώ»] … Dictionary of Greek